-
1 дуть
дуть 1) φυσώ ветер дует φυσάει (ο αέρας) 2) безл. здесь дует εδώ φυσάει* * *1) φυσώве́тер ду́ет — φυσάει (ο αέρας)
2) безл.здесь ду́ет — εδώ φυσάει
-
2 дуть
дутьнесов1. φυσῶ, πνέω:ветер ду́· φυσάει (ἄνεμος)· \дуть на что-л. φυσῶ ϊι·2. безл:здесь ду́ет ἐδῶ φυσάει· (выдувать стекло) φυσῶ· ◊ куда ветер ду́ет разг ὅπου φυσήξει ὁ ἀνεμος· он в в ус не ду́ет разг δέν δίνει σημασία, δέν ἱδρώνει τ' αὐτί του.
См. также в других словарях:
φυσώ — φυσῶ, άω, ΝΜΑ, και ιων. τ. φυσῶ, έω, Α [φῡσα] 1. παράγω, προξενώ αέρα 2. (για άνεμο) πνέω 3. (για πρόσ.) κατευθύνω ρεύμα αέρα προς μία κατεύθυνση με το στόμα ή με φυσερό 4. προσπαθώ να ανάψω ή να δυναμώσω τη φωτιά με φύσημα (α. «φύσα λίγο τη… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
φυσώ — φύσησα και φύσηξα, φυσήθηκα και φυσήχτηκα, φυσημένος και φυσηγμένος 1. μτβ., εκτοξεύω αέρα σε κάτι με το στόμα ή με τα ρουθούνια ή με φυσερό ή με άλλο μέσο: Φυσώ τη φωτιά. 2. με φύσημα γεμίζω ασκό ή σωλήνα με αέρα: Φυσάει την γκάιντα. 3. με… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Βαρδάρης — ο 1. επονομασία του Αξιού ποταμού. 2. δυνατός και κρύος αέρας που φυσάει στο μήκος της κοιλάδας του Αξιού: Εδώ και τρεις μέρες φυσάει παγωμένος βαρδάρης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Μπενίν — Κράτος της δυτικής Αφρικής. Συνορεύει στα Α με τη Νιγηρία, στα Β με τον Νίγηρα, στα ΒΔ με την Μπουρκίνα Φάσο και στα Δ με το Τόγκο. Βρέχεται από τον κόλπο της Γουινέας.Γαλλική αποικία έως το 1960, ανέκτησε την ανεξαρτησία της με την ονομασία… … Dictionary of Greek